Tuesday, October 5, 2010

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΜΕΔΟΥΣΑΣ.


Mακριά στη Δύση, καθώς μας λέει η Ελληνική Μυθολογία, πέρα από τον Ωκεανό, κατοικούσε ένα φοβερό τέρας, γεννημένο από τις θαλάσσιες θεότητες, τον Φόρκυ και την Κητώ. Το τέρας αυτό λεγόταν Γοργώ η Μέδουσα , ήταν θνητό και είχε δυο αθάνατες αδελφές: την Σθεννώ και την Ευρυάλη. Η Γοργώ, που φορούσε πάντα κατάμαυρα ρούχα, είχε φτερά και μπορούσε να πετά γρήγορα στους αιθέρες. Το πρόσωπο της ήταν στρογγυλό και πάντοτε θυμωμένο. Το στόμα της ήταν ορθάνοιχτο και τα μάτια της γουρλωμένα. Είχε φίδια αντί για μαλλιά, τεράστια δόντια κάπρου, πλακουτσωτή μύτη και γλώσσα που πεταγόταν έξω. Όποιος αντίκριζε το φριχτό αυτό πρόσωπο η συναντούσε το βλέμμα της πέτρωνε κυριολεκτικά από το φόβο. Τη Μέδουσα αποκεφάλισε ο Περσέας, με την βοήθεια της Αθηνάς και του Ερμή. Ακόμα και τότε όμως η όψη του κομμένου κεφαλιού ήταν αρκετή για να απολιθώσει εκείνον που θα το έβλεπε.

Η Αθηνά, που σύμφωνα με ένα άλλο Μύθο σκότωσε την Γοργώ κατά την διάρκεια της Γιγαντομαχίας, βοήθησε τον Περσέα οδηγώντας τον πρώτα στην πόλη Δεικτήριο της Σάμου και δείχνοντας του σε απεικόνηση τις τρεις Γοργόνες, έτσι ώστε να ξεχωρίζει την Μέδουσα από τις αθάνατες αδελφές της. Ύστερα τον προειδοποίησε να μην κοιτάξει ποτέ καταπρόσωπο τη Μέδουσα αλλά μόνο τον αντικατοπτρισμό και του χάρισε μια καλογυαλισμένη ασπίδα. Για το λόγο αυτό, μετά την επιστροφή του στη Σέριφο, ο Περσέας χάρισε το κεφάλι του τέρατος στην θεά της Γνώσης και της Σοφίας, η οποία το στερέωσε στην αιγίδα της.

Ο μύθος, με τις διάφορες τοπικές παραλλαγές του, έγινε πολύ δημοφιλής. Σε όλη την Αρχαία Ελλάδα, το προσωπείο της Γοργούς εμφανίζονταν ως αποτρεπτικό σημείο. Στην αγορά του Άργους, κοντά στο ιερό του Κηφισού, υπήρχε ένα παλαιό, λίθινο Γοργόνειο, το οποίο χαρακτηρίζοταν ως έργο των Κυκλώπων (Παυσανίας. Β΄20,7 ). Στον 8ο αιώνα ανήκουν εξ άλλου πήλινα προσωπεία, που το σχήμα τους θυμίζει αγγείο, με άγριους χαυλιόδοντες, από το ιερό της Ήρας στην Τίρυνθα. Κύριο χαρακτηριστικό της φοβερής αυτής μάσκας ήταν το άγριο μάτι που είχε τη δύναμη να διώχνει μακριά το κακό και τους βέβηλους. Ποιό είναι όμως το βαθύτερο νόημα πίσω από τον Μύθο; Τι συμβολίζει η Μέδουσα καθώς και η αίσθηση της απολίθωσης την οποία προκαλούσε;

Ο Ρόμπερτ Γκρέηβς στους Ελληνικούς Μύθους αναφέρει ότι οι ιέρειες της Τριπλής Θεάς φορούσαν προφυλακτικά προσωπεία - με πύρινα άγρια μάτια και γλώσσα που ξεπετιόταν ανάμεσα από τα δόντια - για να φοβίζουν τους ξένους και να τους κρατούν μακρυά από τα Μυστήρια τους. Η τριπλή Θεά, όρος που υποδηλώνει την μητριαρχική θρησκεία της Σελήνης, σχετίζεται με την γονιμότητα και τον κύκλο της γέννησης, της ανάπτυξης και του θανάτου.
Τα ονόματα των Γοργόνων είναι επωνυμίες της Σελήνης Θεάς, οι Ορφικοί ονόμαζαν το πρόσωπο του Φεγγαριού «Γοργόνος κεφαλή» και ο Preller (Griech. Mythol. II ) βλέπει στο στρογγυλοπρόσωπο κεφάλι της Μέδουσας την ίδια τη Σελήνη.

Από αυτά και μόνο, καταδεικνύεται η στενή σχέση των τριών  Γοργόνων με το Φεγγάρι. Υπάρχουν όμως και κάποιες άλλες έμμεσες αναφορές.
Έχει βρεθεί, για παράδειγμα,  ένα Γοργόνιον σε τρισκελή από νόμισμα των Συρακουσών 
(Harrison. Themis 525. Fig.149). Η Τρισκελής είναι Σεληνιακό σύμβολο και συμβολίζει τις τρεις όψεις της Σελήνης που διαδέχονται η μία την άλλη. Σε ένα άλλο νόμισμα, των Μεγάρων 
(Head, Historia Numinorum 392), αναπαρίστανται τρία μισοφέγγαρα σε σχήμα  Τρισκελίδος. Από την άλλη πλευρά, τα ολόμαυρα ρούχα που τυλίγουν το ολοστρόγγυλο πρόσωπο της Μέδουσας πιστεύεται ότι είναι τα σκοτάδια της νύχτας που περιβάλλουν το Φεγγάρι. Ακόμα και ο κάπρος είναι ζώο αφιερωμένο στη Σεληνιακή θεότητα και ο λόγος είναι ότι οι χαυλιόδοντες του σχηματίζουν μοσοφέγγαρο. Το ότι η Γοργώ είχε δόντια κάπρου είναι μια ακόμα ένδειξη της Σεληνιακής της φύσης.

Γιατί όμως το φεγγάρι, η ολοστρόγγυλη πανσέληνος μπορεί και παίρνει τέτοια τρομακτική όψη; Τι συμβολίζει ο δίσκος της νύχτας που απολιθώνει από τρόμο τους θνητούς; Στο βιβλίο του «Η Γέννεση κατά τους Αρχαίους Έληνες» ο Απόστολος Γονιδέλης αναφέρει ότι: το όνομα της Μέδουσας παράγεται από το ρήμα «μέδω» που σημαίνει άρχω, βασιλεύω, κυριαρχώ, προστατεύω. Ο δε μεδέων η η μεδέουσα, ήταν ο προστάτης, ο φύλακας, ο κυρίαρχος. Άρα Μέδουσα, καταλήγει ο συγγραφέας,  σημαίνει τη βασίλισσα, την προστάτιδα, αυτήν που είχε ορισθεί να φυλάει κάτι. Τι όμως προστάτευε η Μέδουσα; Σε τι είδους μυστήρια ήτανε φύλακας;

Είναι γνωστό ότι σε όλους τους πολιτισμούς η πανσέληνος είναι συνδεδεμένη με τα μυστήρια του Έρωτα και της αναπαραγωγής. Ακόμα και σήμερα, σε όλο τον κόσμο, οι ερωτευμένοι αισθάνονται την επιρροή του ολόγιομου φεγγαριού. Είναι όμως δυνατόν η ίδια η μορφή του Έρωτα να συσχετίζεται με την όψη τηες Μέδουσας και να προκαλεί τέτοιο ανείπωτο τρόμο;

Ο μύθος της Γοργούς-Μέδουσας είχε από καιρό γίνει πρότυπο ψυχαναλυτικής ερμηνείας των μύθων. Ο ίδιος ο Φρόϋντ συσχέτισε το 1922 το αποτροπιαστικό κεφάλι της Μέδουσας με το μητρικό αιδοίο. Στη θέα του οποίου παγώνει, «απολιθώνεται» ο νεαρός άνδρας. Ίσως όμως ο συσχετισμός να είναι κατά πολύ βαθύτερος.

Σύμφωνα με τον Γάλλο φιλόσοφο Μπέκσον, ο ψυχισμός του ανθρώπου βρίσκεται σε αδιάκοπη επαφή με οτιδήποτε συμβαίνει, κάθε στιγμή, σε ολόκληρο το Σύμπαν. Θεωρητικά θα μπορούσαμε να βιώσουμε τον κόσμο μέσα από τις εμπειρίες του κάθε ανθρώπου, της κάθε ζωντανής ύπαρξης που υπάρχει. Το να νοιώσω όμως την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια του οποιουδήποτε άλλου σημαίνει να αποδεχθώ όχι μόνο τις στιγμές της ευτυχίας αλλά και όλες τις θλίψεις, τους πόνους και τους χωρισμούς που εκείνος αισθάνθηκε. Το να ενωθώ μέ το Σύμπαν σημαίνει να νοιώσω τον πόνο και τον θάνατο αμέτρητων υπάρξεων. Κάτι τέτοιο θα ήταν ένα συντριπτικό βίωμα για το ανθρώπινο «εγώ», θα κατέλυε την δόμηση του όπως ακριβώς μια κοσμογονική θύελλα συντρίβει το τσόφλι ενός αυγού. Ο εγκέφαλος λοιπόν, σύμφωνα με τον Μπένκσον, δεν είναι παρά ένας μηχανισμός περιφρούρησης, μια βαλβίδα που φιλτράρει τα εξωτερικά συμβάντα, επιτρέποντας να φτάσουν στη συνείδηση μονάχα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την επιβίωση μας. Ρόλος του Νου είναι να φρουρεί τις πύλες της αντίληψης και να απορρίπτει όλα εκείνα που δεν ταιριάζουν στο σχηματοποιημένο κόσμο της σύμβασης που έχει δομήσει.

Η εμπειρία του Έρωτα αντιπροσωπεύει για τους μηχανισμούς του Νου έναν μεγάλο κίνδυνο. Κατά τη διάρκεια της ερωτικής εμπειρίας οι μηχανισμοί της ανασφάλειας και της δυσπιστίας χαλαρώνουν και ο εραστής αρχίζει να βυθίζεται στα βιώματα του συντρόφου του. Μέσα από μια διαρκή προσπάθεια προσέγγισης και ψυχικής συνταύτισης το κάθε άτομο αρχίζει να διακρίνει τον κόσμο με τα μάτια του «άλλου». Αυτό εμπλουτίζει την συνείδηση όμως παράλληλα αρχίζει να καταργεί και τα όρια ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εσύ», στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Ο δομημένος κόσμος της σύμβασης, γεμάτος οριοθετημένα αντικείμενα και συμβάντα, αρχίζει να χάνει τα όρια του. Τα πάντα μοιάζουν να συγχωνεύονται μεταξύ τους. Τα περιγράμματα γίνονται ασαφή και η αίσθηση του απομονωμένου εαυτού αντικαθίσταται από μια ευρύτερη αίσθηση της πραγματικότητας που οριοθετείται από τον όρο «εμείς».
Αυτή η εμπειρία είναι ουσιαστικά εκείνη που περιγράφει ο Πλάτωνας σαν ανάβαθμους της Ερωτικής Μυσταγωγίας, στο «Συμπόσιο».

Μια τέτοιου είδους εμπειρία συνδυάζεται, όπως ήδη αναφέραμε, από μια αίσθηση απώλειας του «εγώ». Σαν φυσικό αποτέλεσμα αυτής της αίσθησης, την ανακούφιση και την αίσθηση της ελευθερίας συνοδεύει ένας αρχέγονος φόβος, καθώς τα τείχη που απομονώνουν αλλά συγχρόνως και προστατεύουν, αρχίζουν να διαβρώνονται. Όλα αυτά τα χρόνια, παρόλη την αίθηση της ασφυξίας και της μοναξιάς η απομονωμένη οντότητα αισθάνονταν προστατευμένη μέσα στα όρια της απονεκρωμένης, νοητικής πραγματικότητας. Τώρα, ξαφνικά βρίσκεται απροστάτευτη μπροστα στην πύρινη ανάσα της ζωής, στο στριφογύρισμα μιας δίνης που την βυθίζει στο μυστήριο. Τα πάντα γύρω μοιάζουν να παίρνουν ζωή και η επικινδυνότητα τους την τρομάζει.

Ο Ρόναλντ Λάϊνγκ στο βιβλίο του «διχασμένος εαυτός» αναφέρεται στην αίσθηση της κατακρήμνησης και της εσωτερικής κατάρευσης που εκφράζεται με τον τρόμο που βιώνει κανείς, ότι ο κόσμος από στιγμή σε στιγμή θα καταρεύσει μέσα του και θα εξαλείψει όλη του την ταυτότητα, όπως ένα αέριο αφανίζει το κενό. Οποιαδήποτε επαφή με την επικίνδυνη πραγματικότητα του ¨Ερωτα βιώνεται από τον Νου σαν τρομερή απειλή και συνδέεται με τον τρόμο της απορρόφησης και της παρεισβολής.

Οι Αρχαίοι γνώριζαν ότι μια ερωτική φιλοσοφία δεν είναι απλά μια ιδιότυπη διανοητική ερμηνεία του Σύμπαντος αλλά συνεπάγεται και συνεπιφέρει έναν ολόκληρο κόσμο γεμάτο παραστάσεις, βιώματα και πιθανότητες. Μια Ερωτική Φιλοσοφία, σημαίνει ψυχικό άνοιγμα προς οτιδήποτε υπάρχει στον Κόσμο, σημαίνει μεγαλύτερη δυνατότητα επικοινωνίας με οποιεσδήποτε μορφές ζωής η διαστάσεις που μέσα στα όρια της  σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας παραμένουν σφραγισμένες εξ αιτίας των διανοητικών μας ασπίδων.
Πραγματική Σοφία σημαίνει να μπορεί κανείς να επεκτείνει τα όρια της συνείδησης όλο και περισσότερο στο μυστήριο που μας περιβάλλει. Αυτό όμως προϋποθέτει αποδοχή όλο και περισσότερων συναισθηματικών βιωμάτων που διαρκώς ανακαλύπτουμε. Η όλη διαδικασία δεν είναι ούτε αυτόματη ούτε και εύκολη. Για να συνδεθεί ένα άτομο με οτιδήποτε άλλο, απαιτείται να έχει σταθερή αίσθηση της αυτόνομης ταυτότητας του. Διαφορετικά η οποιαδήποτε σχέση απειλεί να του στερήσει την αίσθηση του «εγώ». Το άτομο φοβάται να εμβαθύνει στον κόσμο της «καρδιάς» κι αυτό γιατί η αβεβαιότητα που νοιώθει για τη σταθερότητα της αυτονομίας του προξενεί φόβο μήπως αφανιστεί και χάσει τον εαυτό του.

Μπροστά στον τρόμο αυτό του Χάους, η Αθηνά αντιπροσωπεύει τον κόσμο της νόησης, τον Νου. Είναι αυτή που διατηρεί την τάξη, τα όρια της σύμβασης που συνθέτουν την ανθρώπινη διάσταση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η Θεά της Σοφίας προστατεύει  και υποστηρίζει ήρωες που θεμελιώνουν την  ύπαρξη τους στην διανόηση, οπως για παράδειγμα ο Οδυσσέας. Σύμφωνα  με τον Walter Burkert, σφαίρα επιρροής της Αθηνάς είναι η δύναμη του πολιτισμού, η οργανωτική σοφία. Ακόμα και στον πόλεμο η Αθηνά δεν αντιπροσωπεύει την άγρια ορμή αλλά την στρατιωτική πειθαρχία.

Έμβλημα και ταυτοχρόνως όπλο της Αθηνάς είναι η αιγίς. Όταν υψώνει την αιγίδα, οι εχθροί της καταλαμβάνονται από πανικό και ευθύς καταστρέφονται. Στην Τεγέα μάλιστα, στο ναό της Αθηνάς, έδειχναν μερικές τρίχες από το κεφάλι της Γοργόνας, που η ίδια η Αθηνά είχε χαρίσει φυλαχτό για την πόλη.

Ποια είναι λοιπόν η σχέση του Νου με τον φόβο που προκαλεί ο Έρωτας;
Σύμφωνα με τον Μύθο, οι τρεις Γοργόνες, που ονομάζονταν Σθενώ, Ευρυάλη και Μέδουσα ήταν αρχικά πανέμορφες κοπέλλες που ζούσαν στην Λιβύη. Αλλά κάποια νύχτα η Μέδουσα πλάγιασε με τον Ποσειδώνα μπροστα σε έναν από τους ναούς της Αθηνάς. Η θεά οργίστηκε για την «ιεροσυλία» και μετέτρεψε την Μέδουσα σε ένα πανάσχημο, φτερωτό τέρας. Ο Μύθος εμπεριέχει όμως ένα βαθύτερο νόημα. Όπως η Αθηνά μετατρέπει την πανώρια κόρη σε ένα δύσμορφο τέρας με άγρια μάτια, χάλκινα χέρια και λέπια φιδιού, έτσι και ο Νους αντιλαμβάνεται την εμπειρία της ολοκληρωμένης, ερωτικής συνεύρεσης σαν ένα εφιάλτη.

Αυτό είναι και το περιεχόμενο της Μυστηριακής διδασκαλίας του Έρωτα.
Ο μεγαλύτερος φόβος για την αίσθηση της προσωπικής ταυτότητας είναι η καταστροφή των προστατευτικών ορίων. Η μορφή της Μέδουσας, του αρχέγονου φόβου, συνταυτίζεται με την όψη του Έρωτα για τον αμύητο. Είναι η μεγάλη δοκιμασία που αργά η γρήγορα ο καθένας μας καλείται να αντιμετωπίσει.

Ένας ξαφνικός, δυνατός φόβος μας κάνει να πετρώνουμε στη θέση μας. Παρόμοια, μια διαρκής φοβία πετροποιεί κάθε συναίσθημα, απολιθώνει την εσωτερική ζωή. Με τον όρο «απολίθωση» μπορούμε λοιπόν, να περιγράψουμε μια ιδιαίτερη μορφή τρόμου, από τον οποίο κάποιος μεταβάλλεται σε στήλη άλατος, σε πέτρα. Από την εμπειρία αυτή προέρχεται άλλωστε και η γνωστή φράση «πάγωσε από τον φόβο του». Παρόμοια, στον ίδιο όρο μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τον φόβο μήπως συμβεί κάτι τέτοιο, δηλαδή τον φόβο μήπως μεταβληθεί κανείς από ζωντανό πρόσωπο σε άψυχο αντικείμενο, σε πέτρα, ρομπότ, αυτόματο, χωρίς προσωπική αυτονομία δράσης, σ’ ένα πράγμα χωρίς υποκειμενικότητα. Στις δύο αυτές έννοιες ο ψυχίατρος Ρόναλντ Λάϊνγκ προσθέτει και μια τρίτη. Την μαγική πράξη με την οποία μπορεί κάποιος να μεταβάλλει τον άλλον σε πέτρα, κατ’ επέκταση, την πράξη με την οποία αρνιέται κανείς την αυτονομία του άλλου, αγνοεί τα συναισθήματα του, τον θεωρεί σαν πράγμα, δολοφονεί κάθε ζωή μέσα του. Από τις μελέτες της ψυχολογίας διαφαίνεται ότι ο άνθρωπος που κατατρώγεται από φοβίες χρησιμοποιεί ένα βασικό μηχανισμό για τη διατήρηση της ασφάλειας του. Ο μηχανισμός αυτός είναι μια εσωτερική, διανοητική κεφαλή Μέδουσας που στρέφει προς τον άλλον και κατά προέκταση προς την επικινδυνότητα του εξωτερικού κόσμου.

Η έννοια αυτή μπορεί να επεκταθεί και στο κοσμικό επίπεδο. Κάτω από την επιρροή του φόβου ο Νους μέσω της κριτικής και των μηχανισμών της αποπροσωποποίησης απολιθώνει γύρω του οτιδήποτε υπάρχει. Έτσι, η οντολογική ανασφάλεια που ενυπάρχει στον κάθε άνθρωπο μετατρέπει το Σύμπαν σε ένα σωρό από απονεκρωμένα αντικείμενα αφαιρώντας του με αυτό τον τρόπο την δυνατότητα να τον βλάψει. Αυτό είναι κάτι που η εκάστοτε εξουσία γνωρίζει φυσικά πολύ καλά. Η αποδοχή, για παράδειγμα ενός μηχανιστικού κόσμου, όπως τον περιέγραψαν οι επιστημονικές θεωρίες του Διαφωτισμού, καθίσταται δυνατή μόνο για  εκείνους τους ανθρώπους που η οντολογική τους ανασφάλεια έχει αντικαταστήσει την αίσθηση τής ερωτικής πληρότητας. Ένα άτομο που αντιλαμβάνεται το Σύμπαν σαν έμψυχο δεν θα μπορούσε να ενστερνιστεί τις δοξασίες σύμφωνα με τις οποίες το παλόμενο δίχτυ των αναρίθμητων υπάρξεων είναι «άψυχα μόρια», «ορολογιακοί μηχανισμοί» και σωροί από πέτρες. Θα πρέπει πρώτα οι αισθήσεις του να αμβλυνθούν, ο νους του να γεμίσει με φοβίες και η καρδιά του να κλείσει σε οποιαδήποτε μορφή επαφής. Η στήριξη των θεωριών της επιστημονικής νεκρολαγνείας είναι κατά συνέπεια, αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την επιβολή του φόβου.

Σε ένα βαθύτερο μεταφυσικό επίπεδο το όλο θέμα ριζώνει σε μια ευρύτερη θεωρία, τη θεωρία της κοσμικής αντίθεσης ανάμεσα στα αρχέτυπα του Έρωτα και του Φόβου. Σύμφωνα με αυτή την θεωρία ο Έρως και ο Φόβος είναι οι δυο αντίθετοι πόλοι της Ύπαρξης, αυτό που απλοϊκά ονομάζουμε ρίζα του κακού και του καλού. Ο Έρωτας αντιπροσωπεύει τη δημιουργική Δύναμη του Σύμπαντος, την Αρχή της Γονιμότητας και της Παγκόσμιας Ζωής. Αντίθετα ο Φόβος οδηγεί στην  καταστροφή του κάθε τι που υπάρχει, στο σημείο της απόλυτης εκμηδένησης. Η κάθε μια από τις δύο αρχές μετατρέπει και μετατρέπεται στην άλλη. Όσο λοιπόν περισσότερο φόβο έχουμε, τόσο η δύναμη και οι δυνατότητες του Έρωτα λιγοστεύουν. Όσο περισσότερο δυναμώνει η εμπιστοσύνη, η αγάπη και η συνειδητή συνταύτιση, τόσο οι ανασφάλειες λιγοστεύουν.

Εάν τώρα, χαράξουμε μια ευθεία που αντιπροσωπεύει την εξελικτική πορεία, τότε στην μια άκρη αυτής της ευθείας βρίσκεται το Θεικό Απόλυτο με το οποίο ταυτίζεται το Αρχέτυπο του έρωτα. Στην άλλη άκρη, η σκοτεινή δύναμη του Φόβου που σαν μαύρη τρύπα απορροφά και εκμηδενίζει τα πάντα.
Κάθε ύπαρξη που γεννιέται βρίσκεται σε ένα σημείο της ιδεατής αυτής ευθείας, ανάμεσα στους δυο πόλους. Όσο πιο κοντά βρίσκεται προς το άκρο του Έρωτα, τόσο πιο εξελιγμένη είναι. Αντίθετα όσο πιο πολύ είναι βυθισμένη στις ανασφάλειες και τις φοβίες τοσο  βαθύτερα βρίσκεται στο κενό του αρχέγονου τρόμου. Η πορεία μπορεί να είναι προς οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές και προϋποθέτει την συμμετοχή και την πρόθεση μας. Μια υγιής κοινωνία είναι εκείνη που μετατρέπει τον φόβο σε έρωτα. Μέσα στα πλαίσια της, ρόλος της κάθε ύπαρξης είναι να μεταλλάζει, ψυχολογικά, τις ανασφάλειες και τις φοβίες σε εμπιστοσύνη και  αίσθηση ασφάλειας. Αντίθετα, μια κοινωνία καταπίεσης προσπαθεί να καταστρέψει τον Έρωτα στις συνειδήσεις των ανθρώπων και να ενδυναμώσει τις ανασφάλειες τους.

Στο μεγάλο ταξείδι της Μύησης, ο κάθε άνθρωπος αντικρίζει το προσωπείο της Μέδουσας. Για ορισμένους είναι ο απόλυτος φόβος, για κάποιους άλλους η πύλη προς την αιωνιότητα . Πίσω από αυτήν η Μεγάλη Θεά προσμένει τους εκλεκτούς μυημένους για να τους οδηγήσει στα μυστικά της γέννησης, του θανάτου και της αναγέννησης. Τα φίδια που αναδεύονται στα μαλλιά της Γοργώς, γνωρίζουν ότι αλλάζοντας το δέρμα τους θα παραμείνουν για πάντα νέα. Γνωρίζουν πως η συνείδηση εξελίσσεται όπως οι κύκλοι του Φεγγαριού, μέσα από μια αιώνια σπειροειδή επαναφορά, μετατρέποντας αδιάκοπα με την παλλίροια του έρωτα τον φόβο. Τα φίδια ψιθυρίζοντας τα μυστικά των Προγόνων μας σέρνουν προς το άνοιγμα που σχηματίζεται στο στόμα της Μέδουσας. Πίσω από τα κοφτερά δόντια του κάπρου, μέσα στη δίνη που οδηγεί σε μια λαμπερή και πέρα από τα όρια, αιωνιότητα. Αυτή είναι η βάση της Αρκαδικής φιλοσοφίας και αυτή ειναι και η αρχή του Κύκλου μας....

Monday, October 4, 2010

Αρχαιοελληνική Τέχνη ως Θεραπεία της Ψυχής.

Τα τελευταία δύο χρόνια, υπάρχουν κάποιοι κύκλοι πρωτοποριακών ζωγράφων, θεωρητικών της Τέχνης, ψυχολόγων και ψυχιάτρων που επιδιώκοντας να θεμελιώσουν νέες αφετηρίες για τη θεραπεία της ψυχής ανταλλάσουν θέσεις και ιδέες, μέσα από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και το Διαδίκτυο. Οι συζητήσεις και οι ζυμώσεις - που βρίσκονται σε ερευνητικό ακόμα στάδιο - αφορούν τους σκοπούς και τους ορίζοντες της Αρχαιοελληνικής ζωγραφικής καθώς και τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της ως θεραπευτική μέθοδο, σαν ένα είδος δηλαδή «Εικαστικής Ψυχοθεραπείας». Στόχος της καινούργιας τάσης είναι όχι μόνο μια μεταβολή προσανατολισμού, που θα επέτρεπε στους καλλιτέχνες να υπερβούν τα όρια της «καλλιτεχνικής αισθητικής», αλλά και η δημιουργία νέων δυνατοτήτων για την ιατρική έρευνα.

Ο «Κλασσικός Μεταμοντερνισμός», όπως έχει ονομασθεί το καινούργιο αυτό κίνημα, οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάγκη επαναδιατύπωσης ορισμένων βασικών εννοιών που αφορούν όχι μόνο το νόημα της κλασσικής ζωγραφικής αλλά και την ίδια τη σχέση του ανθρώπου με τον Κόσμο. Ποιό είναι, για παράδειγμα, το νόημα της ψυχολογικής θεραπείας; Περιορίζεται στην επαναπροσαρμογή στο κοινωνικό γίγνεσθαι ενός ατόμου που οι τραυματικές του εμπειρίες το είχαν οδηγήσει σε απόσυρση και σε ακραίες συμπεριφορές ή θέτει σαν θέμα και την υγεία των οικογενειακών και κοινοτικών θεσμών; Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την τέχνη, υπάρχει, ή πρέπει να υπάρχει κάποια ηθική, μια αναζήτηση ποιότητας και μια πνευματική διάσταση στην τέχνη, ή μήπως το δόγμα της απόλυτης ελευθερίας δικαιώνει την κάθε είδους καλλιτεχνική έκφραση αδιάφορα από το περιεχόμενο της; Αν πάλι υπάρχει κάποιος σκοπός στην τέχνη τότε ποιος είναι αυτός;  Ποιο ρόλο μπορεί να παίξει η αρχαιοελληνική ζωγραφική στη θεραπεία του ατόμου αλλά και της ίδιας της κοινωνίας;

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ένας από τους εκπροσώπους των Ντανταϊστών, ο F.Picabia είχε διετυπώσει τη θέση ότι «η πραγματικότητα είναι παράλογη και χαοτική και κατά συνέπεια η τέχνη είναι άχρηστη και δεν μπορεί να δικαιώσει τον εαυτό της». Άλλοι εκπρόσωποι του μηδενιστικού αυτού κινήματος, όπως ο Hugo Ball (1886-1927), Tristan Tzara (1886-1963), Marcel Janco (1895-), Hans Arp (1887-1966) και Richard Huelsenbeck (1892-1974), θεωρώντας ότι η τέχνη είναι μια επικίνδυνη περιπλοκή που ασποσπούσε τους ανθρώπους από την πραγματική πηγή των προβλημάτων τους, περιφρόνησαν τους κανόνες της λογικής, του γούστου, της ιεραρχίας, της τάξης και επιχείρησαν μέσα από τους εκφραστικούς τους πειραματισμούς να απόδρασουν στην περιοχή του τυχαίου, του αυθαίρετου, του υποσυνείδητου και του πρωτόγονου. Χωρίς να φτάνουμε σε αυτές τις ακραίες θέσεις, σήμερα, συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε το καλλιτεχνικό έργο περισσότερο ως έκφραση μιας υποκειμενικής ψυχικότητας. Ο ποιητής ή ο ζωγράφος, σύμφωνα με τις αντιλήψεις που επεκράτησαν μετά τον 18ο αιώνα, επεξεργάζεται απλά τις εντυπώσεις και τις παρατηρήσεις που του προσφέρει η ζωή, προσθέτει σε αυτές τις προσωπικές του ιδέες και δημιουργεί ελεύθερα μια υποκειμενική πραγματικότητα. Υλοποιείται έτσι εκ του μη όντος ένας φανταστικός κόσμος προσώπων, καταστάσεων και ψυχικών γεγονότων που θεωρείται δημιουργικός και πρωτότυπος και που αντανακλά την ιδιορρυθμία του κάθε καλλιτέχνη.

Ο Αρχαίος Έλληνας αντίθετα, και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα μέσα από την «Ποιητική» του Αριστοτέλη, έδινε μεγαλύτερη σημασία στο αντικείμενο που ενδιαφέρονταν να απεικονίσει, στο ίδιο το έργο ως αυθύπαρκτη οντότητα και όχι στην προσωπικότητα του καλλιτέχνη. Το καλλιτεχνικό έργο δεν εμφανίζονταν ως μια χυδαία προέκταση του «εγώ» του οποιουδήποτε θνητού δημιουργού. Τα παθολογικά παραληρήματα των στιχουργών ή η χαοτική έκφραση της δυστυχίας και του πάθους μέσα από χρωματικές συνθέσεις θα εθεωρείτο από τους αρχαίους σαν κάτι το παδαριώδες και το βέβηλον. Στην Αρχαϊκή ιδιαίτερα Τέχνη το «εγώ» του καλλιτέχνη ήταν επουσιώδες. Αυτό που είχε σημασία ήταν το ίδιο το έργο που εθεωρείτο ένα αυθυπόστατο κομμάτι ζωής και αποτελούσε ένα κομμάτι της αυθύπαρκτης Φύσης. Ουσιαστικά ο καλλιτέχνης αντί να προβάλει την προσωπικότητα του αναπαριστούσε την τελειότητα του Ένθεου Κόσμου, ενός κόσμου Θεών που μέσω της επιστήμης και της έρευνας προσπαθούσε να ανακαλύψει και να βιώσει.

Η ελευθερία προσωπικής έκφρασης του κάθε ανθρώπου μέσω της ζωγραφικής είναι φυσικά απαραβίαστη. Κάθε άτομο έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να αποδίδει τα προσωπικά του βιώματα στον καμβά, στο χαρτί η σε οποιοδήποτε άλλο εκφραστικό μέσο έχει επιλέξει. Η Εικαστική Θεραπεία (Art Therapy), όπως τουλάχιστον διαμορφώθηκε στου τελευταίους δύο αιώνες, στηρίζεται ακριβώς σε αυτήν αρχή. Ο άνθρωπος απελευθερώνεται από τις υπαρξιακές του ανησυχίες η τα προσωπικά του προβλήματα εκτονώνοντας την ένταση και τους φόβους του μέσω της ζωγραφικής. Με παρόμοιο τρόπο άλλοι άνθρωποι προτιμούν να εκφραστουν μέσα από την συγγραφική δραστηριότητα, τη γλυπτική ή την μουσική. Είναι όμως αρκετό το δικαίωμα της αυθόρμητης καλλιτεχνικής έκφρασης και του μοντέρνου πειραματισμού για να οριοθετήσει κάποιος τους ορίζοντες και τους πνευματικούς στόχους μιας τέχνης; Μπορεί δηλαδή να θεωρηθεί η ζωγραφική, η γλυπτική, η ποίηση ή η αρχιτεκτονική απλά ως ένα σύνολο προσωπικών εκφράσεων ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας καλλιτεχνών, σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, ή μήπως υπάρχουν και ορισμένοι άλλοι παράγοντες τους οποίους θα πρέπει να λάβουμε υποψιν; Μήπως υπάρχει μια μεγάλη σύγχυση ανάμεσα στους ορίζοντες της «Εικαστικής Τέχνης» και της «Εικαστικής Ψυχοθεραπείας»;

Όπως είναι γνωστό, κάθε μορφή ή χρώματική απόδοση ενός ζωγραφικού πίνακα, εμπεριέχει νοήματα, αξίες και υποσυνείδητα μυνήματα που διαμορφώνουν, διαφοροποιούν και επιρρεάζουν τη διάθεση και γενικότερα την ψυχοσύνθεση του κάθε παρατηρητή. Η τέχνη επιρρεάζει τον άνθρωπο που την βλέπει ή την ακούει, του δημιουργεί προδιαθέσεις και υποβάλλει σε δράση, σύμφωνα με τα μυνήματα που εμπεριέχει. Η διαρκής προβολή πορνογραφικών εικόνων, για παράδειγμα, σε παιδιά και εφήβους επιρρεάζει με συγκεκριμένο τρόπο τον ψυχισμό τους και διαμορφώνει συμπεριφορές και κοινωνικά πιστεύω. Από την άλλη πλευρά, κάτι παρόμοιο συμβαίνει όταν η μοναδική εικονογραφία που βλέπει για χρόνια ένα παιδί που ζεί σε κλειστό περιβάλλον είναι εικονογραφήσεις από σκηνές της παλαιάς διαθήκης. Και στην περίπτωση αυτή ο ψυχισμός του παιδιού διαμορφώνεται με καθορισμένες αρχές και τρόπους. Και από τα δύο αυτά παραδείγματα γίνεται εύκολα κατανοητό ότι η τέχνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προπαγάνδα για να στηρίξει ιδέες και συναισθήματα και να οδηγήσει έμμεσα σε νοητικές συλλήψεις και πράξεις. Βλέπουμε δηλαδή ότι η εικόνα μπορεί και συμβάλει στη διαμόρφωση χαρακτήρων και δεν περιορίζεται απλά σε μια αισθητική απόλαυση.

Στην προβληματική μας αυτή προστίθετα και μια άλλη ερώτηση στην οποία οφείλουμε να απαντήσουμε: Από ποιούς παράγοντες εξαρτάται η κοινωνική καταξίωση ενός καλλιτέχνη; Ποιές είναι δηλαδή οι δυναμικές που επιβάλλουν έναν συγκεκριμένο καλλιτέχνη στο κατεστημένο της εποχής του; Εξαρτάται η επιτυχία ή η αποτυχία αποκλειστικά από το υψηλό πνευματικό περιεχόμενο της τέχνης του και από την τεχνική τελειότητα με την οποία επεξεργάζεται το υλικό που επέλεξε ή μήπως υπάρχουν και άλλοι παράμετροι που οδηγούν στην επιτυχία και την κοινωνική του καταξίωση; Η ερώτηση αυτή δεν είναι δύσκολο να απαντηθεί. Αν ανατρέξουμε την ιστορία θα δούμε ότι η τέχνη πολύ συχνά χρησιμοποιήθηκε για να ενισχύσει η να ναρκοθετήσει κοινωνικές ή πολιτικές αξίες και πραγματικότητες μέσα από το είδος των νοημάτων τα οποία εξέφραζε. Σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες, ορισμένοι καλλιτέχνες προωθήθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν, από αυτους που είχαν συμφέρον να τους χρηματοδοτήσουν, όχι με καλλιτεχνικά αλλά με πολιτικά, θρησκευτικά ή κοινωνικά κριτήρια. Από την δική τους πλευρά πολλοί καλλιτέχνες, για να επιζήσουν αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν την τέχνη τους έτσι ώστε να γίνουν αρεστοί στην εκάστοτε εξουσία.

Στο βιβλίο του «Εθνικοσοσιλισμός και Ελληνισμός», ο Ιωάννης Λουκάς γράφει ότι για το Τρίτο Ράϊχ: «Η πιο θλιβερή κατάσταση μέσα στη γενική πορεία της προπολεμικής κουλτούρας στη Γερμανία δεν ήταν μόνο η ολοκληρωτική έλλειψη δημιουργίας στην τέχνη και στο σύνολο της πνευματικής καλλιέργειας, αλλά και το μίσος που έδειχναν κι εκδήλωναν ορισμένοι περιθωριακοί κύκλοι ενάντια σ’ ένα παρελθόν καλύτερο από το παρόν». Καθώς έγραφαν και οι ίδιοι οι θεωρητικοί του Εθνικοσοσιαλισμού, «Όλη αυτή η διαδικασία είχε σαν σκοπό την εξαφάνιση της παραδοσιακής κουλτούρας και την αντικατάσταση της με την μπολσεβίκικη, η οποία, όπως και το ιδεολογικό σχήμα που την εξέφραζε ήταν εβραϊκής επινόησης και αποσκοπούσε στη διάβρωση της γερμανικής φυλής μέσα από την εκπόρνευση της λαϊκής ψυχής». Ο Χίτλερ, στο βιβλίο του «Ο Αγών μου» επισημαίνει ότι: «Το χαρακτηριστικό αυτό  (η πολιτιστική δηλαδή διάβρωση του Γερμανικού Έθνους μέσω της τέχνης), αποτελούσε ένα φαινόμενο που χαρακτήριζε κι άλλες εποχές στις οποίες η πνευματική υποανάπτυξη ενεργούσε καταλυτικά κατά των υψηλών και μεγάλων πολιτιστικών προϊόντων του παρελθόντος με σκοπό να τα εξαφανίσει, ώστε να μην υπάρχει κανένα μέτρο με το οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί η ανυπαρξία της». ( τόμος Α΄, σελίς 331-332) «Ο ντανταϊσμός, ο κυβισμός, ο φουτουρισμός κλπ. γράφει σε ένα άλλο μέρος του βιβλίου του ο Χίτλερ, αποτελούν καλλιτεχνικούς εξτρεμισμούς των τρελών ή των αποτυχημένων που πριν από εξήντα χρόνια μια έκθεση τους θα έφτανε για να κλειστούν οι οργανωτές στο φρενοκομείο» (τόμος Α΄, σελίς 330)

           Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει όμως να παραβλέπουμε το γεγονός ότι και η ίδια η Ναζιστική Γερμανία χρησιμοποίησε το κλασικό ιδεώδες απογυμνωμένο από τα ανθρωπιστικά ιδεώδη, για να προβάλει την αυταρχικότητα και την απολυτότητα ένός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Οι κατεξοχήν γλύπτες της ναζιστικής ιδεολογίας Γιόζεφ Τόρακ (Josef Thorak) και Άρνο Μπρέκερ (Arno Breker) επέλεξαν να κατασκευάσουν τεράστια αγάλματα μέσα από τα οποία υποβάλονταν η έννοια του μεγάλου και του αιώνιου υπεράνθρωπου που λόγω ακριβώς του μεγέθους του αποστασιοποιήται από την ανθρώπινη διάσταση και δεν επιτρέπει την ταύτιση.

Έχοντας υπόψη μας αυτά τα παραδείγματα μπορούμε πλέον να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα. Στην Εικαστική ψυχοθεραπεία η ζωγραφική χρησιμοποιείται, πράγματι, ως μια τεχνική εκτόνωσης του υποκειμενικού συναισθήματος διευκολύνοντας το άτομο να μιλήσει για συναισθήματα και σκέψεις που πριν φάνταζαν δύσκολα και μπερδεμένα. Αυτό είναι απόλυτα φυσικό καθώς η εικόνα, ως μέσο έκφρασης, είναι κάτι πιο πρωτόγονο από τη λεκτική επικοινωνία. Όταν το παιδί γεννιέται δεν ξέρει να μιλήσει. Οι πρώτες αναμνήσεις είναι από το τι έχει δει, τι έχει  ακούσει και τι έχει αισθανθεί με την αφή. Η εικαστική απόδοση δίνοντας έκφραση στο ανέκφραστο - αυτό που φάνταζε νωρίτερα μπερδεμένο και χαωτικό - βρίσκεται όχι μόνο πιο κοντά στο υποσυνείδητο αλλά και βοηθάει να το εκφράσουμε με τη μορφή μιας εικόνας- ως κάτι απτό και ορατό. Αυτό από μόνο του είναι λυτρωτικό. Από την άλλη πάλι πλευρά, όταν είμαστε λυπημένοι ή στενοχωρημένοι έχουμε ανάγκη να αποτινάξουμε τα αρνητικά συναισθήματα με ένα σχετικά ανώδυνο και δημιουργικό τρόπο. Χρησιμοποιώντας καμβά, χαρτί ή κάποιο μουσικό όργανο, τα συναισθήματα αυτά δεν μένουν στο υποσυνείδητο για να υφάνουν επικίνδυνες καταστάσεις, όπως π.χ. σωματικά προβλήματα, αλλά εξωτερικεύονται.

Τι συμβαίνει όμως μετά από την ολοκλήρωση αυτής της θεραπευτικής διαδικασίας; Το άτομο έχοντας εκφράσει τα καταπιεσμένα κομμάτια της προσωπικότητας του και έχοντας συνειδητοποιήσει τους μηχανισμούς ψυχολογικής καταπίεσης είναι έτοιμο να επανενταχθεί με πιο υγιείς βάσεις στον κοινωνικό του περίγυρο. Ποιος είναι όμως ο ευρύτερος κοινωνικός περίγυρος; Σήμερα, ζούμε σε ένα σφαιρικά διασυνδεδεμένο κόσμο, όπου αλληλοεξαρτώνται όλα τα βιολογικά, ψυχολογικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά φαινόμενα. Ζούμε βυθισμένοι στο πλέγμα μιας περίπλοκης και πολυδιάστατης κρίσης με διανοητικές, ηθικές και πνευματικές διαστάσεις. Μπορούμε να παρατηρήσουμε καθημερινά τις εκδηλώσεις της: πληθωρισμός, ανεργία, ενεργειακή κρίση, κρίση υγειονομικής περίθαλψης, μόλυνση και άλλες περιβαλλοντολογικές καταστροφές, επικίνδυνη ανάπτυξη της βίας και του εγκλήματος, και άλλα παρόμοια. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο θεραπευόμενος μετά την ολοκλήρωση του πρώτου αυτού στάδιου της θεραπευτικής διαδικασίας ξαναβρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τις οικογενειακές δομές και καταπιέσεις αλλά και με μια γενικότερη κρίση αντιλήψεων που τον επιρρεάζει ποικιλοτρόπως στη διαμόρφωση των σκέψεων, των αντιλήψεων και των αξιών του.

          Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αυτό που είναι αναγκαίο μετά από την «κάθαρση» των συσωρευμένων εντάσεων του παρελθόντος και του προσωπικού υποσυνείδητου, είναι η μετατροπή αυτή καθαυτή του δικτύου των σχέσεων ανάμεσα στον υποκειμενικό και τον αντικειμενικό κόσμο. Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με βαθιές αναμορφώσεις, σε φαντασιακό τουλάχιστον επίπεδο, των κοινωνικών θεσμών, των αξιών και των ιδεών. Το επόμενο λοιπόν στάδιο της «θεραπευτικής» διαδικασίας θα έπρεπε να είναι η απελευθέρωση του «θεραπευόμενου» από την παρακμειακή προσκόλληση σε έμμονες ιδέες, ρόλους και απολιθωμένα πρότυπα συμπεριφοράς. Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται η αξία της Πολιτιστικής Παράδοσης που μας βοηθάει να απαλλάξουμε την οπτική μας από το αδιέξοδο της εστίασης στις αρχές του 21ου αιώνα και να αγκαλιάσουμε με το βλέμμα μας μια εξελικτική ροή που περιλαμβάνει χιλιάδες χρόνια ιστορίας.

          Οι Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι πέρα από την υποκειμενική αντίληψη της ομορφιάς που σχετίζεται με το πολιτιστικό επίπεδο, την εκπαίδευση και την ιδιαιτερότητα του καθενός, υπάρχει και μια αντικειμενική ομορφιά, την οποία αντιλαμβάνεται άμεσα όποιος έρχεται σε επαφή μαζί της. Σε αντίθεση λοιπόν μ’ εμάς οι πρόγονοι μας θεωρούσαν ότι η ζωγραφική, η γλυπτική, η ποίηση ή η αρχιτεκτονική δεν είναι απλά σύνολο προσωπικών εκφράσεων ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας καλλιτεχνών αλλά ότι πράγματι υπάρχει μια αντικειμενική, κρυμμένη ομορφιά στις δομές της Φύσης αλλά και τις μορφές που δημιουργούμε. Η ομορφιά αυτή είναι οι σωστές αναλογίες, το μέτρο και η αρμονικότητα ανάμεσα στα διακριτά μέρη ενός ενιαίου όλου, με άλλα λόγια οι παγκόσμιοι μαθηματικοί νόμοι της Αρμονίας που διέπουν το Σύμπαν. Ο Σωκράτης, στην Πολιτεία του Πλάτωνα, λέει ότι η γεωμετρία και τα ιερά μαθηματικά αποκαλύπτουν τον τρόπο που η Φύση αποτυπώνει τις δικές της αρχιτεκτονικές δομές αναγκάζοντας την ψυχή να αντικρίσει την ουσία των όντων. Τα γεωμετρικά σχήματα, οι ιεροί μαθηματικοί λόγοι και οι αναλογίες που ιστορικά αποτυπώθηκαν στην αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και τη μουσική, έλκουν την ψυχή προς την Αλήθεια και αναπτύσσουν το φιλοσοφικό εκείνο πνεύμα που εξυψώνει το βλέμμα μας προς τη Γνώση του Αιώνιου (αεί) Όντος και όχι του ευμετάβλητου και διαρκώς εναλασσόμενου. Σύμφωνα με την Πλατωνική άποψη, ο αισθητός, «αντικειμενικός» κόσμος είναι το ατελές αντίγραφο του κόσμου των Ιδεών. Οι Ιδέες παραμένουν άφθαρτες, αμετάβλητες και αιώνιες, ελεύθερες από τη ροή του αδιάκοπου γίγνεσθαι της θνητής μας πραγματικότητας. Στόχος του καλλιτέχνη είναι λοιπόν να κατανοήσει και εν συνεχεία να παραστήσει όσο το δυνατόν πληρέστερα την αόρατη αρμονία των ιδεών και το εσωτερικό μαθηματικό Κάλος που εκφράζεται με τη χρυσή τομή, τα πυθαγόρεια συστήματα των ορθών λόγων, την κρυφή σύνδεση των αναλογιών ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και το ανθρώπινο σώμα κ.ο.κ.

           Πώς θα μπορούσε όμως να βοηθήσει αυτή η αντίληψη της «αντικειμενικής ομορφιάς» στην ψυχοθεραπεία σήμερα; Με ποιο τρόπο η επανακατανόηση της αρμονίας, του Μέτρου, των Κοσμικών Ρυθμών και της σωστής δόσης αναλογίας των αντιθέτων που επιτυγχάνεται με τη δυναμική ισορροπία ανάμεσα σε δυο άνισα μέρη, θα βοηθήσούσε πρακτικά τον θεραπευόμενο;

Όπως ήδη αναφέραμε, στην Αρχαία Ελλάδα, όπως άλλωστε και στους περισσότερους Αρχαίους Πολιτισμούς, κάθε άγαλμα, πίνακας, αρχιτεκτονικό οικοδόμημα ή άλλου είδους έργο τέχνης επεδίωκε να μεταβιβάσει ένα νόημα, που υπερέβαινε την ορατή μορφή της κατασκευής του. Οι μελέτες των εθνολόγων, ανθρωπολόγων, των ψυχαναλυτών και των θρησκειολόγων έχουν προσφέρει το αναγκαίο αποδεικτικό υλικό για την νοοτροπία των Αρχαϊκών Κοινωνιών. Έχει πλέον καταδειχτεί ότι την εποχή εκείνη η πληρότητα μιας λογικής σκέψης και η αναζήτης της βαθύτερης αντίληψης, που θεμελιώνει αυτήν ακριβώς τη Λογική, αποτελούσε ένα από τα βασικά και αμετάβλητα χαρακτηριστικά της Τέχνης. Στόχος της εικαστικής έκφρασης ήταν να οργανώσει τα σύμβολα της Ένθεης Φύσης σε όλους τους τομείς της εκδήλωσης – κοσμικούς, γεωμετρικούς, αριθμητικούς, ψυχολογικούς και ποιητικούς. Ο καλλιτέχνης έτεινε δηλαδή να γίνει ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο θείο και τον ανθρώπινο κόσμο, σε πλήρη αρμονία. Στην πραγματικότητα η Αρχαιοελληνική Τέχνη είναι οπτικοποίηση της θρησκευτικής Κοσμοαντίληψης των Αρχαίων Ελλήνων και δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αυτήν.

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι μέσω των αισθητών μορφών διαμορφώνεται ο τρόπος του εικονοπλαστικού σκέπτεσται και οι διάφορες ιδεατές αξίες, διοράσεις και νοήματα περνούν στην καθημερινή πραγματικότητα. Έτσι, κατανοώντας, μέσα από την μελέτη, την συνταύτιση και της πρακτική, τις μορφολογικές αναζητήσεις των Αρχαιοελλήνων οικοδόμων, αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών – και μέσα από κριτήρια αισθητικά, λειτουργικά, διακοσμητικά και κατασκευαστικά – ο «θεραπευόμενος» συνταυτίζεται με έννοιες όπως το μέτρο, ο ρυθμός, η αρμονία, το φως, η αλήθεια, η δύναμη κλπ. με αποτέλεσμα να μαθαίνει να τις αναγνωρίζει σαν γενικότερη αίσθηση στη ζωή του.

Μέσα σε αυτό το θεραπευτικό πλαίσιο η «θεραπευτική» πορεία θα μπορούσε να στηριχτεί στις εξής παράλληλες και συμπληρωματικές γραμμές:

Α) Μια διανοητική αλλά και βιωματική πορεία κατανόησης της βαθύτερης «Ενότητας» της Φύσης, που θα βοηθούσε να αποτυπωθούν η κρυμμένη αρμονία στις δομές και τις μορφές που δημιουργεί.

Β)  Μια σειρά από ασκήσεις που στόχο έχουν να διευρύνουν τα όρια συστήματος αξιών μας μέσω της συντάυτησης με αρχετυπικές εικόνες και διοράσεις.

Γ)  Την καλλιέργεια μιας Πνευματικής στάσης μέσω της ζωγραφικής.

Μέσα από αυτές τις τρεις προσεγγίσεις ο «θεραπευόμενος» όχι μόνο θα προχωρήσει στο δρόμο της Πνευματικής Ανάπτυξης, αλλά και θα εξοικιωθεί με την έννοια της «Καθαρσης» (με την Αρχαιοελληνική του όρου έννοια) της ίδιας της Κοινωνίας στην οποία ζεί. Και αυτό ίσως είναι και το ποιο σημαντικό κομμάτι για την επιβίωση, την αρμονία και την ευτυχία του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού Κόσμου.-

O Αρκαδικός Κύκλος είναι η συνέχεια της Αρκαδικής Ακαδημίας και της Αρκαδικής Αδελφότητας που επηρέασαν καθοριστικά τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα. Για όλους εμάς η Αρκαδία είναι  μια διάσταση μυθική και ιερή, καθώς αντιπροσωπεύει την πηγή της ζωής, την μήτρα όλων των πρωταρχικών στοιχείων. Ως αρχέτυπο θεωρείται σαν στέρεο και αιώνιο στήριγμα των πάντων που καθορίζει και καθοδηγεί, από τα βάθη του υποσυνείδητου, την αντίληψη και την καθημερινή μας συμπεριφορά. Κάτω από αυτό το πρίσμα μπορούμε να πούμε ότι, σαν κέντρο της πανίερης Γης, η Αρκαδία είναι μια οντότητα με δική της βούληση που  οδηγεί τους ανθρώπους μέσα από τα βαθύτερα μυστήρια της Ύπαρξης στο τριπλό μονοπάτι της Δύναμης, της Σοφίας και της Αγάπης.